μανδυωτικός

μανδυωτικός
μανδυωτικός, -ή, -όν (Μ) [μανδυώτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναχό ο οποίος φορά μανδύα
2. σχετικός με τον μανδύα τού μανδυώτη μοναχού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”